- γκελμπερή
- η , γκελμπερή ρί τό кочерга
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκελμπερί — το και γκελμπερή, η σιδερένιο εργαλείο με ξύλινη λαβή με το οποίο μετακινούν τα κάρβουνα στον φούρνο ή στο τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. gelberi] … Dictionary of Greek